- τριημερία
- ηχρονικό διάστημα τριών ημερών, το τριήμερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριημερία — η, ΝΜΑ [τριήμερος] χρονική περίοδος τριών ημερών … Dictionary of Greek
τριημερίαν — τριημερίᾱν , τριημερία period of three days fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημερίαις — τριημερία period of three days fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵՐԵՔՕՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 1 0682 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c ա. τριήμερος, τριημερία triduum τριταῖος tertianus, triduanus Եռօրեայ. երից աւուրց. որ ինչ լինի յերից աւուրց միջոցի, կամ յերրորդ աւուր. *Երթիցուք երեքօրեայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τριήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες: Τριήμερος πυρετός. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών: Τριήμερο βρέφος. 3. αυτός που συμβαίνει την τρίτη ημέρα: Τριήμερη ανάσταση. 4. το ουδ. ως ουσ., τριήμερο χρονικό διάστημα τριών ημερών, τριημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)